Στα ιδιωτικά προγράμματα υγείας στρέφονται οι Έλληνες καταναλωτές, όντας απογοητευμένοι από τις παροχές του δημοσίου τομέα. Το περιορισμένο εύρος των καλύψεων σε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια υγεία αλλά και η έλλειψη υπηρεσιών ποιότητας έχουν τα τελευταία χρόνια προσανατολίσει τους καταναλωτές σε ιδιωτικές λύσεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ευρωβαρόμετρου -με βάση την εικόνα που έχουν οι πολίτες για τη δημόσια υγεία- η χώρα μας τοποθετείται στην προτελευταία θέση ανάμεσα σε 28 ευρωπαϊκές χώρες, μόλις μία θέση πριν από τη Ρουμανία.
Η ίδια έρευνα δείχνει επίσης πως τρεις στους τέσσερις Έλληνες δεν εμπιστεύονται τα κρατικά νοσοκομεία, καθώς το 78% πιστεύει ότι μπορεί να υποστεί βλάβη κατά τη διάρκεια νοσηλείας του στο ΕΣΥ. Ικανοποιημένος από τη
λειτουργία των κρατικών νοσοκομείων και του ΕΣΥ δηλώνει ένας στους τέσσερις πολίτες.
Σταδιακά οι Έλληνες τοποθέτησαν υψηλότερα στον οικογενειακό τους προϋπολογισμό την κάλυψη της υγείας τους και οι ασφαλιστικές εταιρείες δημιούργησαν ασφαλιστικά προγράμματα, τα οποία απευθύνονται σε διαφορετικές οικονομικές δυνατότητες, προκειμένου να καλύψουν όλο το εύρος των αναγκών.
Έτσι μαζί με τα προγράμματα ισόβιας διάρκειας, εμφανίστηκαν και τα προγράμματα ετήσιας διάρκειας, με τις εταιρείες να ακολουθούν διαφορετική στρατηγική σε αυτό τον τομέα. Αξίζει να σημειωθεί ότι μεταξύ των προγραμμάτων που σημειώνουν ανάπτυξη είναι και τα συμβόλαια στα οποία υπάρχει αποκλειστική συνεργασία με ιδιωτικά θεραπευτήρια, όπου το κόστος είναι πολύ προσιτό για τον ασφαλισμένο.
Όπως αναφέρει ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής της Εθνικής Ασφαλιστικής, Ηρακλής Δασκαλόπουλος, «η κύρια τάση που διαφαίνεται στον κλάδο είναι η στροφή σε αυτόνομα ετησίως ανανεούμενα συμβόλαια υγείας αντί των ισόβιας διάρκειας προσαρτημάτων σε συμβόλαια ζωής. Αυτό είναι αναμενόμενο, καθώς σε περιβάλλον Solvency II η διάθεση προγραμμάτων ισόβιας διάρκειας είναι εξαιρετικά δαπανηρή και απαιτεί τη δέσμευση δυσανάλογα υψηλών κεφαλαίων. Η στροφή αυτή είναι εμφανής από τη μεγάλη αύξηση ασφαλίστρων που παρατηρείται από έτος σε έτος στον κλάδο των ανεξάρτητων ασφαλίσεων υγείας και αναμένεται να ενταθεί το προσεχές διάστημα».
Στις παραμέτρους που οδηγούν τον κλάδο υγείας στον ανασχεδιασμό της μέχρι τώρα πολιτικής αναφέρεται η Ελένη Μάνου, Τεχνική Διευθύντρια Ατομικών Ζωής στη Generali. Όπως δηλώνει «η κρίση που πλήττει το δημόσιο σύστημα υγείας είναι η μία παράμετρος που συνθέτει τη γενικότερη εικόνα του συστήματος ασφάλισης υγείας. Η άλλη είναι η μείωση της αγοραστικής δύναμης του μέσου έλληνα καταναλωτή, παράμετρος που τον υποχρεώνει σε επιλογές χαμηλότερου κόστους. Μια τρίτη παράμετρος είναι το υψηλό και συνεχώς μεταβαλλόμενο κόστος των ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας, που ουσιαστικά υποχρεώνει τις ασφαλιστικές εταιρείες σε συνεχείς αυξήσεις των ασφαλίστρων.
Τέλος, μία ακόμα παράμετρος αφορά τις ίδιες τις ασφαλιστικές εταιρείες και σχετίζεται με την πολιτική ανάληψης μακροχρόνιων κινδύνων και τις υποχρεώσεις σε κεφάλαια που αυτές δημιουργούν με τη νέα οδηγία Solvency II.
Αυτές οι παράμετροι υποχρεώνουν τον κλάδο ιδιωτικής ασφάλισης να επαναχαράξει την προϊοντική του πολιτική
και να οδηγηθεί στη δημιουργία ασφαλιστικών προϊόντων με κύριο χαρακτηριστικό την ετήσια διάρκειά τους».
Από την πλευρά της η Metlife εκτιμά ότι «η ουσία και η ποιότητα των παροχών, είτε πρόκειται για μονοετή είτε για «πολυετή» συμβόλαια, παραμένει η ίδια». Και προσθέτει ότι αυτό που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι κατά πόσο έχει αποδειχθεί ότι είναι αξιόπιστη και φερέγγυα η εταιρεία στην οποία προσανατολίζεται ο ασφαλισμένος, γεγονός που εκφράζεται μέσα από τα οικονομικά στοιχεία, τη διαχρονική της πορεία και τις πρακτικές που έχει ακολουθήσει, δηλαδή στοιχεία τα οποία προσδιορίζουν σε μεγάλο βαθμό και τη μελλοντική στρατηγική της».
Αντίθετη άποψη εκφράζει ο Κωνσταντίνος Χαχλαδάκης, Διευθυντής Πωλήσεων Ζωής στην Μινέττα, η οποία παρέχει μόνο ισόβια προγράμματα υγείας. Όπως μας λέει «οι τάσεις που διαμορφώνουν οι εταιρείες παροχής προϊόντων υγείας είναι να παρέχουν πλέον μονοετή προγράμματα. Ο καταναλωτής δεν γνωρίζει την ουσιαστική διαφορά μεταξύ των μονοετών και ισοβίων προγραμμάτων υγείας και η ενημέρωσή του είναι ελλιπής. Ο καταναλωτής που έχει γνώση της διαφοράς αυτών των δύο τύπων προγραμμάτων υγείας, και του δίδεται η δυνατότητα επιλογής, θα ήταν υπέρ των ισοβίων προγραμμάτων.
Η εταιρεία μας παρέχει μόνο προγράμματα ισόβιας διάρκειας και προτίθεται να συνεχίσει να δημιουργεί ισόβια προγράμματα, δίνοντας αυτή την επιλογή στον έλληνα καταναλωτή. Η παροχή ισοβίων προγραμμάτων στην υγεία πιστεύουμε ότι είναι η πιο ειλικρινής πρόταση για τον καταναλωτή και –ως ειλικρινής– βρίσκεται μέσα στη βασική φιλοσοφία της εταιρείας μας».