Πάνω από τέσσερις μήνες πέρασαν από την επιβολή των capital controls και πολύ σημαντικοί περιορισμοί εξακολουθούν να πλήττουν την εγχώρια ασφαλιστική βιομηχανία.
Ενδεικτική είναι η χθεσινή έκκληση του κ. Ε. Μοάτσου, προέδρου του Συνδέσμου Εκπροσώπων και Στελεχών Ασφαλιστικών Εταιρειών για την ανάγκη χαλάρωσης των capital controls που, μεταξύ άλλων, έχουν παγώσει την πώληση νέων προϊόντων τύπου unit linked (έχει επιτραπεί η καταβολή δόσεων για συμβόλαια που είχαν συναφθεί πριν την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων).
Χαρακτηριστική επίσης είναι η θέση που έχει λάβει για τη στάση της Πολιτείας στο ασφαλιστικό, ο κ. Αλέξανδρος Σαρηγεωργίου, πρόεδρος της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος, ότι «ο διάλογος για το ασφαλιστικό βρίσκεται σε άλλον πλανήτη», σχολιάζοντας την εμμονή της Πολιτείας να σηκώσει -ενώ δεν έχει τη δυνατότητα- μόνη της στις πλάτες της, το συνταξιοδοτικό ζήτημα των Ελλήνων πολιτών.
Πάντως, στο φετινό διεθνές ασφαλιστικό συνέδριο της Ύδρας η κυβέρνηση άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο συνεργασίας με τις ασφαλιστικές εταιρείες στον τομέα των συντάξεων, ενώ ο υπουργός Εργασίας κ. Γιώργος Κατρούγκαλος κατά την ανακοίνωση των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης συντόμευσε το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο οι δύο πλευρές θα μπορούσαν ενδεχομένως να συνεργαστούν.
Παρ' όλα αυτά, η αιχμή του δόρατος των ασφαλιστικών εταιρειών παραμένει ο «τρίτος πυλώνας», δηλαδή τα γνωστά συνταξιοδοτικά προγράμματα που προσφέρονται σε όσους μπορούν να αποταμιεύουν έναντι των αναγκών που θα έχουν μετά τη συνταξιοδότησή τους.
Οι κυριότερες εξελίξεις στο συγκεκριμένο μέτωπο μετά την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων στα τέλη Ιουνίου είναι οι παρακάτω:
Πρώτον, κατέστη σαφές σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού ότι το κοινωνικό σύστημα ασφάλισης έχει ξεπεράσει προ πολλού τα όριά του και δεν θα μπορεί από μόνο του να προσφέρει ικανοποιητικές συντάξεις και λοιπές παροχές σε βάθος χρόνου. Ήδη, μέσα στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα:
α) Ξεχάστηκαν τα περί 13ης σύνταξης β) Υπήρξαν οι πρώτες έμμεσες περικοπές λόγω αυξημένων κρατήσεων και επίκεινται πολύ μεγαλύτερες μειώσεις τουλάχιστον για όσους συνταξιούχους λαμβάνουν μικτά άνω των 1.000 ευρώ γ) Ακούγονται προτάσεις από πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες για τη συσχέτιση του ύψους της σύνταξης με το συνολικό εισόδημα κάθε συνταξιούχου (πχ έσοδα από ακίνητα και τόκους), ή και για κατάργηση των πολλαπλών συντάξεων.
Δεύτερον, ορισμένοι συμπολίτες μας που διαθέτουν σημαντικού ύψους καταθέσεις και φοβούνται ένα ενδεχόμενο «κούρεμα», σκέφτηκαν να προχωρήσουν στη σύναψη συνταξιοδοτικών συμβολαίων κυρίως εφ' άπαξ καταβολής. Μέσα από μια τέτοια κίνηση, όχι μόνο εξασφαλίζεται η περιουσία του πελάτη, αλλά συχνά επιτυγχάνεται και μια ελάχιστη εγγυημένη απόδοση (μεγαλώνει φυσικά η διάρκεια της επένδυσης).
Ανεξάρτητα επίσης με τους κεφαλαιακούς ελέγχους, υπάρχουν και ορισμένοι αποταμιευτές που -λόγω της αυξημένης φορολογίας και των υψηλών εξόδων συντήρησης- έχουν επιλέξει να ρευστοποιήσουν μέρος της ακίνητης περιουσίας τους, αποφεύγοντας έτσι τις δαπάνες και προσδοκώντας μελλοντικές αποδόσεις μέσω συνταξιοδοτικών-επενδυτικών συμβολαίων.
Και τρίτον, οι ασφαλιστικές εταιρείες συνέχισαν μετά την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων να μειώνουν τις ελάχιστες ετήσιες εγγυημένες αποδόσεις που προσφέρουν στα κλασικού τύπου συμβόλαιά τους, ακολουθώντας την τάση που επικρατεί όχι μόνο στα εγχώρια τραπεζικά επιτόκια, όσο κυρίως στις οριακές ή αρνητικές αποδόσεις που αποφέρουν στην Ευρώπη οι τίτλοι περιορισμένου κινδύνου (καταθέσεις, κρατικά ομόλογα). Υπάρχουν μάλιστα ασφαλιστικές εταιρείες (φαίνεται πως σύντομα θα ακολουθήσουν και οι υπόλοιπες...) που δεν προσφέρουν πλέον προγράμματα με ελάχιστες εγγυημένες αποδόσεις, αλλά τοποθετήσεις κεφαλαίων -με μακροπρόθεσμο ορίζοντα και επαγγελματική διαχείριση- τον κίνδυνο των οποίων αναλαμβάνει ο ασφαλισμένος.
Μέσα σ' αυτό το περιβάλλον, ο εργαζόμενος -λόγω της οικονομικής ύφεσης- βλέπει μεν το διαθέσιμο εισόδημά του να περιορίζεται, διαπιστώνοντας παράλληλα πως θα πρέπει να αποταμιεύει περισσότερα κεφάλαια (λόγω των μειωμένων ετήσιων εγγυημένων αποδόσεων που του προσφέρονται) για να εισπράξει μελλοντικά μια «αξιοπρεπή» σύνταξη.
Σύμφωνα με τους παράγοντες της αγοράς, η κυριότερη λύση στο συγκεκριμένο πρόβλημα είναι η σύναψη του ασφαλιστικού συμβολαίου σε σχετικά μικρή ηλικία, καθώς όσο μικρότερη είναι η ηλικία του ασφαλισμένου,τόσο λιγότερα χρήματα καταβάλει για την παροχή ίδιας πρόσθετης σύνταξης (καρπώνεται τις επανεπενδύσεις των αποδόσεων), ή τόσο μεγαλύτερη σύνταξη καρπώνεται εάν καταβάλει το ίδιο ύψος χρημάτων.
Ενδεικτικό είναι το παρατιθέμενο παράδειγμα (βλέπε σχετικό πίνακα), όπου άνδρας επιζητεί την ανάληψη πρόσθετης μηνιαίας σύνταξης σημερινής αξίας 300 ευρώ από το 65ο έτος της ηλικίας του και προβλέπει για τα επόμενα χρόνια μέση ετήσια απόδοση της αποταμίευσής του 4% και μέσο ετήσιο πληθωρισμό στην οικονομία 2%.
Για πρόσθεση σύνταξη σημερινής αξίας 300 ευρώ το μήνα
|
Έτος
|
Ηλικία
|
Ετήσια
|
Μηνιαία
|
Ποσό
|
γέννησης
|
συντ/σης
|
ασφάλιστρα
|
σύνταξη
|
Εφάπαξ
|
1963
|
65
|
3.970,31
|
388
|
59.165
|
1973
|
65
|
2.236,16
|
473
|
72.121
|
1983
|
65
|
1.602,71
|
577
|
87.916
|
1993
|
65
|
1.261,74
|
703
|
107.169
|
Υπολογισμός: ΑΧΑ Ασφαλιστική
|
|
|
Προκύπτει λοιπόν ότι αν ο συγκεκριμένος άνδρας έχει γεννηθεί το 1963 (52 ετών σήμερα) θα πρέπει να καταβάλει 3.970,31 ευρώ ετησίως, ενώ αν ξεκινήσει το πρόγραμμά του στο 32ο έτος της ηλικίας του (γεννημένος το 1993) τότε θα καταβάλει ετησίως μόνο 1.261,74 ευρώ.
Μάλιστα, η σύγκριση για τον νεώτερο ασφαλισμένο γίνεται ακόμη πιο ευνοϊκή, αν συνυπολογιστεί ότι η πραγματική αξία των ασφαλίστρων που θα καταβάλει θα μειώνεται πάρα πολύ με την πάροδο του χρόνου, λόγω του πληθωρισμού. Στον πληθωρισμό άλλωστε οφείλεται και το γεγονός ότι ο ασφαλισμένος που γεννήθηκε το 1963 θα λάβει μηνιαία σύνταξη 388 ευρώ (ή εναλλακτικά εφάπαξ ποσό 59.165 ευρώ), ενώ ο γεννηθείς του 1993 703 ευρώ μηνιαία σύνταξη (ή εναλλακτικά εφάπαξ ποσό 107.169 ευρώ).
Να θυμίσουμε πως και οι δύο καρπώνονται σε σημερινές τιμές το ίδιο ποσό...