Να σημειωθεί ότι υπηρεσιακό όχημα της Ελληνικής Αστυνομίας είχε δοθεί σε αστυνομικό της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Ναρκωτικών και συνοδό αστυνομικού σκύλου και τον Φεβρουάριο του 2008, δύο ώρες μετά τα μεσάνυκτα και ενώ είχε ρεπό (δηλαδή δεν υπήρχε δελτίο κίνησης), ο αστυνομικός οδηγούσε το υπηρεσιακό αυτοκίνητο με συνεπιβάτη (στην θέση του συνοδηγού) την ΜΚ, παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών.
Ο αστυνομικός, ενώ «βρισκόταν υπό την επίδραση οινοπνεύματος, σε συγκέντρωση 174 χιλιοστόγραμμων ανά εκατό κυβικά εκατοστά αίματος, κινούμενος επί της λεωφόρου Αθηνών, κάνοντας άσκοπη χρήση των φωτεινών-ηχητικών σημάτων του περιπολικού, έχοντας αναπτύξει υπερβολική για τις περιστάσεις ταχύτητα, παραβιάζοντας προηγουμένως τρεις ερυθρούς σηματοδότες που υπήρχαν στην πορεία του και προσπερνώντας προπορευόμενα οχήματα, απώλεσε τον έλεγχο του υπηρεσιακού αυτοκινήτου, παρέκκλινε της πορείας του, αφήνοντας επί του οδοστρώματος ίχνη πλάγιας ολίσθησης, μήκους 10,40 μ, προσέκρουσε στο κράσπεδο πεζοδρομίου και αφού ανήλθε επ' αυτού, προσέκρουσε διαδοχικά με το εμπρόσθιο δεξιό τμήμα του αυτοκινήτου σε μεταλλικά κολωνάκια ύψους 50 cm, σε τοιχίο και σε κολώνα φωτισμού της ΔΕΗ».
Από τις συγκρούσεις το περιπολικό αναφλέγη, με αποτέλεσμα η συνοδηγός να εγκλωβιστεί και να απανθρακωθεί μέσα στο όχημα που καταστράφηκε ολοσχερώς.
Μετά από αυτό, ο σύζυγος της άτυχης γυναίκας και τα δύο παιδιά της προσέφυγαν στα Διοικητικά Δικαστήρια των Αθηνών και ζήτησαν να τους καταβληθεί το ποσό των 400.000 ευρώ στον καθένα (συνολικά 1.200.000 ευρώ) ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν.
Κατά την ακροαματική διαδικασία προέκυψε, ότι ο αστυνομικός, από το μεσημέρι της προηγούμενες ημέρας βρίσκονταν μαζί με την άτυχη γυναίκα, αρχικά σε ψησταριά και κατόπιν σε αναψυκτήριο-μπαρ όπου έτρωγαν και έπιναν έως αργά το βράδυ, ενώ σύμφωνα με την εργαστηριακή έκθεση τοξικολογικής εξέτασης της συνοδηγού, δεν βρέθηκε αλκοόλ στο αίμα της κατά τη νεκροτομή.
Στα Διοικητικά Δικαστήρια, το ελληνικό Δημόσιο υποστήριξε, ότι δεν έχει ευθύνη αποζημίωσης, αφού ο οδηγός του οχήματος ήταν υπό την επήρεια αλκοόλ και ότι δεν υφίσταται ευθύνη του Δημοσίου, επειδή «η παρανομία έλαβε χώρα εκτός του κύκλου καθηκόντων του αστυνομικού, αφού αυτός οδηγούσε το αυτοκίνητο εκτός διατεταγμένης υπηρεσίας, μεταφέροντας πρόσωπο άσχετο προς την υπηρεσία, προς άσχετες προς υπηρεσία διαδρομές, με σκοπό τη διασκέδασή του και σε κατάσταση μεγάλης μέθης».
Παράλληλα, το ελληνικό Δημόσιο προέβαλε τον ισχυρισμό, ότι η θανούσα, τουλάχιστον είχε συνυπαιτιότητα κατά ποσοστό 95%, καθώς όταν μπήκε στο αστυνομικό αυτοκίνητο ήταν «σε πλήρη γνώση της κατάστασης και του βαθμού μέθης» του οδηγού αστυνομικού.
Το Α΄ Τμήμα του ΣτΕ επικύρωσε την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, το οποίο είχε κρίνει ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο του ατυχήματος, το υπαίτιο αστυνομικό όργανο δεν ενεργούσε σε εκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας, ούτε σε συνάφεια με τα υπηρεσιακά του καθήκοντα, όπως αυτά προκύπτουν από τις ειδικότερες κανονιστικές διατάξεις της υπηρεσίας συνοδών αστυνομικών σκύλων και ως εκ τούτου, δεν στοιχειοθετείται αστική ευθύνη του Δημοσίου για τις ενέργειες του εν λόγω αστυνομικού. Ακόμη, αναφέρει το ΣτΕ ότι η εφετειακή απόφαση είναι σύμφωνη με τη νομολογία του Ανωτάτου Εδικού Δικαστηρίου και του Συμβουλίου Επικρατείας.
πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Σε ενδιαφέρουν:
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου