Την παραπομπή σε δίκη ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων ενός ασφαλιστικού συμβούλου, ο οποίος καταγγέλθηκε για παρατραπεζική δραστηριότητα, εκδίδοντας εικονικά αµοιβαία κεφάλαια σε ανυποψίαστους επενδυτές, εισηγήθηκε χθες στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου η Αντεισαγγελέας Πλημμελειοδικών Ρόδου κ. Αιμιλία Σοφία Μέρη.
Η Εισαγγελέας εισηγείται την παραπομπή του ασφαλιστικού συμβούλου για πλαστογραφία, υπεξαίρεση και απιστία κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια καθώς και την παραπομπή ενός τραπεζικού υπαλλήλου για άμεση συνέργεια στα ως άνω αδικήματα.
Εισηγείται παραπέρα την απαλλαγή ενός ασφαλιστικού συμβούλου της ίδιας εταιρείας στην Αθήνα.
Ο 41χρονος ασφαλιστικός σύμβουλος, φέρεται να υπεξαίρεσε από 21 πελάτες της ασφαλιστικής εταιρείας το συνολικό ποσό των 1.753.736,31 ευρώ!
Στη δικογραφία, που δεν συνενώθηκε με τις 5 οι οποίες έχουν ήδη πάρει το δρόμο τους, μηνυτής είναι μια κάτοικος Παραδεισίου και ο σύζυγος της, οι οποίοι στρέφονται και εναντίον ενός υπαλλήλου ασφαλιστικής εταιρείας των Αθηνών και ενός υπαλλήλου υποκαταστήματος τράπεζας της Ρόδου.
Τον Ιούνιο του 1998 ο ασφαλιστής, όπως ισχυρίζεται η πρώτη, την έπεισε ότι επέρχεται χρηματιστηριακή κρίση και ότι έπρεπε να εξαγοράσει σταδιακά τα μετοχικού χαρακτήρα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων και να τα επενδύσει σε μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων ομολογιακού χαρακτήρα.
Αναφέρεται εν συνεχεία στις περιοδικές ενημερώσεις για την πορεία των επενδύσεών της στα αμοιβαία του μηνυόμενου ασφαλιστή και υποστηρίζει πως την παρέπεισε να επενδύσει σε πρόσθετη επένδυση σε άλλα αμοιβαία κεφάλαια μέσω τράπεζας που δραστηριοποιείται στη Ρόδο, που ήταν δήθεν μεσεγγυούχος και θεματοφύλακας της επένδυσης, ενέργεια στην οποία, όπως καταγγέλλει, είχε αρωγό και συνεργάτη του τραπεζικό υπάλληλο, με συνέπεια να υποστεί ζημιά ύψους 323.725 ευρώ.
Υποστηρίζει επιπλέον ότι ενισχυτικό στοιχείο της σχέσης του τραπεζικού υπάλληλου με τον μηνυόμενο ασφαλιστή είναι ότι με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου επετράπη στην ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία να εγγράψει προσημείωση υποθήκης μέχρι του ποσού των 585.000 ευρώ σε ακίνητο της μητέρας του ασφαλιστή, πεθεράς του τραπεζικού υπαλλήλου, στο οποίο κατοικεί ο τελευταίος.
Ο ασφαλιστικός σύµβουλος υποστηρίζει ότι η µηνύτρια είχε πλήρη ενηµέρωση για την επένδυση των χρηµάτων της πράγµα το οποίο φέρεται να συνοµολογεί σε εξώδικό της η ασφαλιστική εταιρεία.
Υποστηρίζει ότι της έχουν αποδοθεί οι επενδύσεις της, ενώ κάνει λόγο και για ένα δάνειο ύψους 147.000 ευρώ που είχε λάβει από το σύζυγό της και την ίδια το οποίο, όπως διατείνεται, έχει επιστρέψει.
Ο ταμίας της τράπεζας αρνείται κατηγορηματικά τα καταγγελλόμενα σε βάρος του επισημαίνοντας ότι η μηνύτρια είχε αναλάβει 10.000 ευρώ έχοντας υπογράψει σχετικό ένταλμα πληρωμής πράγμα που ισχύει και για τη δεύτερη ανάληψη που έκανε ποσού 21.000 ευρώ, αλλά και ακόμη μια ύψους 40.000 ευρώ.
Επί του εντάλματος πληρωμής, όπως τόνισε, υπάρχει και σημείωση για κατάθεση με συμψηφισμό σε λογαριασμό που ανήκει στον ασφαλιστή η οποία προφανώς του δόθηκε, όπως εξήγησε, από τη μηνύτρια.
Υποστηρίζει επιπλέον ότι η μηνύτρια μετέβαινε στην τράπεζα μαζί με τον ασφαλιστή και προέβαιναν μετά από μεταξύ τους συνεννοήσεις σε διάφορες αναλήψεις και καταθέσεις.
Επεσήμανε, επιπλέον, ότι από τον Ιούνιο του 2008 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2010 οπότε και υπεβλήθη η μήνυση η μηνύτρια δεν είχε ποτέ ξανά διαμαρτυρηθεί.
Η Εισαγγελέας εισηγείται την παραπομπή του ασφαλιστικού συμβούλου για πλαστογραφία, υπεξαίρεση και απιστία κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια καθώς και την παραπομπή ενός τραπεζικού υπαλλήλου για άμεση συνέργεια στα ως άνω αδικήματα.
Εισηγείται παραπέρα την απαλλαγή ενός ασφαλιστικού συμβούλου της ίδιας εταιρείας στην Αθήνα.
Ο 41χρονος ασφαλιστικός σύμβουλος, φέρεται να υπεξαίρεσε από 21 πελάτες της ασφαλιστικής εταιρείας το συνολικό ποσό των 1.753.736,31 ευρώ!
Στη δικογραφία, που δεν συνενώθηκε με τις 5 οι οποίες έχουν ήδη πάρει το δρόμο τους, μηνυτής είναι μια κάτοικος Παραδεισίου και ο σύζυγος της, οι οποίοι στρέφονται και εναντίον ενός υπαλλήλου ασφαλιστικής εταιρείας των Αθηνών και ενός υπαλλήλου υποκαταστήματος τράπεζας της Ρόδου.
Τον Ιούνιο του 1998 ο ασφαλιστής, όπως ισχυρίζεται η πρώτη, την έπεισε ότι επέρχεται χρηματιστηριακή κρίση και ότι έπρεπε να εξαγοράσει σταδιακά τα μετοχικού χαρακτήρα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων και να τα επενδύσει σε μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων ομολογιακού χαρακτήρα.
Αναφέρεται εν συνεχεία στις περιοδικές ενημερώσεις για την πορεία των επενδύσεών της στα αμοιβαία του μηνυόμενου ασφαλιστή και υποστηρίζει πως την παρέπεισε να επενδύσει σε πρόσθετη επένδυση σε άλλα αμοιβαία κεφάλαια μέσω τράπεζας που δραστηριοποιείται στη Ρόδο, που ήταν δήθεν μεσεγγυούχος και θεματοφύλακας της επένδυσης, ενέργεια στην οποία, όπως καταγγέλλει, είχε αρωγό και συνεργάτη του τραπεζικό υπάλληλο, με συνέπεια να υποστεί ζημιά ύψους 323.725 ευρώ.
Υποστηρίζει επιπλέον ότι ενισχυτικό στοιχείο της σχέσης του τραπεζικού υπάλληλου με τον μηνυόμενο ασφαλιστή είναι ότι με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου επετράπη στην ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία να εγγράψει προσημείωση υποθήκης μέχρι του ποσού των 585.000 ευρώ σε ακίνητο της μητέρας του ασφαλιστή, πεθεράς του τραπεζικού υπαλλήλου, στο οποίο κατοικεί ο τελευταίος.
Ο ασφαλιστικός σύµβουλος υποστηρίζει ότι η µηνύτρια είχε πλήρη ενηµέρωση για την επένδυση των χρηµάτων της πράγµα το οποίο φέρεται να συνοµολογεί σε εξώδικό της η ασφαλιστική εταιρεία.
Υποστηρίζει ότι της έχουν αποδοθεί οι επενδύσεις της, ενώ κάνει λόγο και για ένα δάνειο ύψους 147.000 ευρώ που είχε λάβει από το σύζυγό της και την ίδια το οποίο, όπως διατείνεται, έχει επιστρέψει.
Ο ταμίας της τράπεζας αρνείται κατηγορηματικά τα καταγγελλόμενα σε βάρος του επισημαίνοντας ότι η μηνύτρια είχε αναλάβει 10.000 ευρώ έχοντας υπογράψει σχετικό ένταλμα πληρωμής πράγμα που ισχύει και για τη δεύτερη ανάληψη που έκανε ποσού 21.000 ευρώ, αλλά και ακόμη μια ύψους 40.000 ευρώ.
Επί του εντάλματος πληρωμής, όπως τόνισε, υπάρχει και σημείωση για κατάθεση με συμψηφισμό σε λογαριασμό που ανήκει στον ασφαλιστή η οποία προφανώς του δόθηκε, όπως εξήγησε, από τη μηνύτρια.
Υποστηρίζει επιπλέον ότι η μηνύτρια μετέβαινε στην τράπεζα μαζί με τον ασφαλιστή και προέβαιναν μετά από μεταξύ τους συνεννοήσεις σε διάφορες αναλήψεις και καταθέσεις.
Επεσήμανε, επιπλέον, ότι από τον Ιούνιο του 2008 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2010 οπότε και υπεβλήθη η μήνυση η μηνύτρια δεν είχε ποτέ ξανά διαμαρτυρηθεί.
Σε ό,τι αφορά την αυτοτελή δικογραφία με μηνυτή τον σύζυγο της εκείνος διατείνεται ότι είχε λάβει διαβεβαιώσεις ότι τα προτεινόμενα επενδυτικά προϊόντα ήταν συνεδεδεμένα με μεγάλα επενδυτικά σχήματα και εταιρείες του εξωτερικού που έχαιραν μεγάλης αναγνώρισης με αποτέλεσμα να ξεκινήσουν μια συνεργασία μαζί του από το έτος 1997.
Υποστηρίζει ότι από το έτος 2000 περίπου άρχισε να του καταβάλει σταδιακά, διάφορα ποσά σε μετρητά, όταν τον επισκεπτόταν στο γραφείο του, προκειμένου να τα επενδύσει σε αμοιβαία κεφάλαια της ασφαλιστικής εταιρείας όπου εργαζόταν για λογαριασμό του, αγοράζοντας μερίδια στο όνομά του. Ισχυρίζεται ότι έγιναν καταθέσεις μέσω τραπεζικού υπαλλήλου χωρίς να γραφεί το όνομά του ως καταθέτη, ότι δεν ελάμβανε όλα τα αντίγραφα των καταθετηρίων και ότι συνολικά τα χρήματα που κατέβαλε στον ασφαλιστικό σύμβουλο ανέρχονται σε 200.000 ευρώ.
Αναγκάστηκε την 8η Οκτωβρίου 2009 να του ζητήσει, όπως λέει, να προβεί στην εξαγορά των μεριδίων του από τη δική του επένδυση, που εκείνη τη στιγμή, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του θα του απέδιδαν το ποσό των 369.000 ευρώ. Υπέβαλε αίτηση εξαγοράς μεριδίων αλλά ουδέποτε έλαβε τα χρήματα.
Στην πορεία διαπίστωσε ότι δεν φαίνεται πουθενά στην εταιρεία ως πελάτης της σε επενδυτικά προγράμματα αλλά σε συμβόλαια ζωής τα οποία όπως υποστηρίζει ουδέποτε υπέγραψε επισημαίνοντας ότι η υπογραφή του σ’ αυτά είναι πλαστογραφημένη.
Υποστηρίζει ότι από το έτος 2000 περίπου άρχισε να του καταβάλει σταδιακά, διάφορα ποσά σε μετρητά, όταν τον επισκεπτόταν στο γραφείο του, προκειμένου να τα επενδύσει σε αμοιβαία κεφάλαια της ασφαλιστικής εταιρείας όπου εργαζόταν για λογαριασμό του, αγοράζοντας μερίδια στο όνομά του. Ισχυρίζεται ότι έγιναν καταθέσεις μέσω τραπεζικού υπαλλήλου χωρίς να γραφεί το όνομά του ως καταθέτη, ότι δεν ελάμβανε όλα τα αντίγραφα των καταθετηρίων και ότι συνολικά τα χρήματα που κατέβαλε στον ασφαλιστικό σύμβουλο ανέρχονται σε 200.000 ευρώ.
Αναγκάστηκε την 8η Οκτωβρίου 2009 να του ζητήσει, όπως λέει, να προβεί στην εξαγορά των μεριδίων του από τη δική του επένδυση, που εκείνη τη στιγμή, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του θα του απέδιδαν το ποσό των 369.000 ευρώ. Υπέβαλε αίτηση εξαγοράς μεριδίων αλλά ουδέποτε έλαβε τα χρήματα.
Στην πορεία διαπίστωσε ότι δεν φαίνεται πουθενά στην εταιρεία ως πελάτης της σε επενδυτικά προγράμματα αλλά σε συμβόλαια ζωής τα οποία όπως υποστηρίζει ουδέποτε υπέγραψε επισημαίνοντας ότι η υπογραφή του σ’ αυτά είναι πλαστογραφημένη.
(Πηγή: www.dimokratiki.gr)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου